- θερμοκαυτηρίαση
- ηκαυτηρίαση με θερμοκαυτήρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θερμοκαυτηρίαση — η ιατρ. η χρησιμοποίηση θερμοκαυτήρα για χειρουργικούς σκοπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. thermocauterisation < thermo (πρβλ. θερμ[ο] *) + cauterisation (πρβλ. καυτηρίαση)] … Dictionary of Greek